Γουόλντ, Τζορτζ — (George Wald, Νέα Υόρκη 1906 – 1981).Αμερικανός χημικός. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο της Κολούμπια το 1932. Αργότερα πραγματοποίησε έρευνες στη Ζυρίχη, σε… … Dictionary of Greek
ερυθροψίνη — Η πορφύρα του αμφιβληστροειδούς του ματιού. Η ε. έχει μεγάλη σημασία για την αντίληψη των φωτεινών ερεθισμάτων. Είναι μία από τις φωτοχημικές εκείνες ουσίες, που οι μεταβολές τους προκαλούν την εντύπωση του φωτός ή του χρώματος. Η ε. βρίσκεται… … Dictionary of Greek
πορφυροψίνη — η, Ν (βιοχ.) φωτοευαίσθητη χρωστική τού αμφιβληστροειδούς χιτώνα τού οφθαλμού των γνήσιων ψαριών τών γλυκών νερών, σε αντιδιαστολή με τη ροδοψίνη που έχουν όλα τα θαλάσσια ψάρια, τα θηλαστικά, τα πτηνά, τα αμφίβια και τα ασπόνδυλα … Dictionary of Greek
ρετινάλη — η, Ν (βιοχ.) κοινή ονομασία τής διτερπενικής αλδεΰδης, η οποία σχετίζεται με την ρετινόλη και τής οποίας η ένωση με την οψίνη σχηματίζει την ροδοψίνη, αλλ. ρετινένη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. retinal < retina (πιθ.… … Dictionary of Greek
φωτοαποχρωματισμός — ο, Ν βιολ. η απώλεια τού χρώματος που προσδίδουν φωτοευαίσθητες χρωστικές, όπως είναι η ροδοψίνη, με έκθεση στο φως. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. photobleaching] … Dictionary of Greek
φωτοδέκτης — και φωτοϋποδοχέας, ο, Ν 1. βιολ. α) αισθητήριο όργανο που αποκρίνεται στο φως, όπως είναι λ.χ. το μάτι β) κύτταρο ή τμήμα κυττάρου που είναι ευαίσθητο στο φως και εξασφαλίζει την μετατροπή τών κβάντων φωτός σε νευρικές ώσεις γ) μόριο ευαίσθητο… … Dictionary of Greek